-
1 ἐφηβικός
II τὸ ἐφηβικόν,1 = ἐφηβεία 1, Luc.Nav. 3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφηβικός
-
2 συνουσιαστικός
II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177.2 lewd, salacious, Ph.2.22 ([comp] Sup.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνουσιαστικός
-
3 ὑποδεκτικός
A of or for receiving,- κὸς τοῦ σώματος τόπος S.E.M.10.20
, cf. Gal.2.542, 4.722; ἀγγεῖον ὑ. ταρίχων Sch.Ar.V. 674.II δεῖπνον ὑ. an entertainment by way of welcome, Plu.2.727b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδεκτικός
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek